- παρευδιαστάς
- παρευδιαστά̱ς , παρευδιαστήςthat comes on land in fine weathermasc acc plπαρευδιαστά̱ς , παρευδιαστήςthat comes on land in fine weathermasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.